Οι Cross-dressers, δηλαδή τα άτομα που φοράνε ρούχα και υιοθετούν μια εμφάνιση και συμπεριφορά που δεν θεωρεί η κοινωνία ότι ταιριάζει στο φύλο τους, έχουν αδικηθεί και παρεξηγηθεί ειδικά στις κοινωνίες όπου υπάρχει ένας αυστηρός διαχωρισμός των φύλων και των ρόλων τους.

Ως αποτέλεσμα, πολλοί cross-dressers επιλέγουν να κρύψουν αυτό το κομμάτι της προσωπικότητας τους και το εσωτερικεύουν και δημιουργούν στον εαυτό τους αισθήματα ντροπής. Τα άτομα που κατακλύζονται από τέτοια αισθήματα ήταν πιο πιθανό να πάνε σε κάποιον γιατρό για βοήθεια κι αυτό οδήγησε τους γιατρούς τον 19ο και 20ο αιώνα στο να θεωρήσουν το cross-dressing ως μια ψυχική ασθένεια. Αυτό ίσχυε μέχρι το 1960 όπου αρκετοί cross-dressers δημιούργησαν ομάδες στήριξης και έγιναν πιο εμφανείς κι άρχισε να φεύγει το στίγμα και να γίνονται πιο αποδεκτοί.

Πολλοί ψυχίατροι πάντως ακόμη θεωρούν ότι το cross-dressing έχει παθολογικά αίτια και ακόμη κατηγοριοποιούνται οι cross-dressers ως φετιχιστές.


Αναφορές γυναικών και αντρών που έχουν κάνει cross-dressing έκαναν την εμφάνιση τους σε εφημερίδες, νομικά έγγραφα και ιατρικά περιοδικά στις ΗΠΑ από τον 16ο αιώνα. Για παράδειγμα πολλοί ιεραπόστολοι αναφέρουν τον 17ο και 18ο αιώνα ότι αρκετοί ιθαγενείς αναγνώριζαν το ‘πολλαπλό-φύλο’ αντρογυναίκες, το οποίο εμπεριείχε το cross-dressing.
Τον 19ο αιώνα, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί σεξολόγοι έχουν συζητήσει για περιπτώσεις ατόμων που έκαναν cross-dressing, και τους χαρακτήριζαν ομοφυλόφιλους ή ότι είχαν ‘ανάποδα σεξουαλικά αισθήματα’.

Όπως και οι σεξολόγοι έτσι και αρκετοί μοντέρνοι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι άντρες και ειδικά οι γυναίκες που έκαναν cross-dressing, το έκαναν για να επιδιώξουν μια ομοφυλόφιλη σχέση ή, όπως ίσχυε με τις γυναίκες, για να εκμεταλλευτούν τα προνόμια που είχαν οι άντρες και να εργαστούν σε δουλειές που μέχρι τότε έκαναν μόνο άντρες. Αυτές οι γυναίκες ‘περνούσαν’ για άντρες και έλεγαν ότι είχαν σχέση με γυναίκες αν έμεναν με άλλη γυναίκα. Δεν έπαιρναν καν υπόψη τους την πιθανότητα ότι μπορεί να ταυτίζονταν ως άντρες ή ότι μπορεί να ένιωθαν πιο άνετα με αντρικά ρούχα.

Magnus HirschfeldΓια να ξεχωρίσουμε την έκφραση φύλου από την σεξουαλική συμπεριφορά, ο Γερμανός γιατρός Magnus Hirschfeld χρησιμοποίησε τον όρο "Transvestitism" (λατινικά για "cross-dressing") το 1910. Ο Hirschfeld, ήταν κι ο ίδιος cross-dresser, είπε ότι οι τραβεστί δεν είναι φετιχιστές, αλλά είχαν μια “αίσθηση ειρήνης, ασφάλειας και ευτυχίας όταν φορούσαν τα ρούχα του άλλου φύλου."

Έθετε σε αμφισβήτηση την θεωρία από άλλους σεξολόγους ότι οι cross-dressers ήταν ομοφυλόφιλοι και σχεδόν αποκλειστικά άντρες. Ο Hirschfeld μας έδειξε ότιοι τραβεστί μπορεί να είναι είτε άντρες είτε γυναίκες και οποιασδήποτε σεξουαλικής κατεύθυνσης, μάλιστα οι περισσότερες περιπτώσεις που μελέτησε ήταν από ετεροφυλόφιλους.

Μετά τον Hirschfeld, οι περισσότερες μελέτες που εκδόθηκαν για το cross-dressing από τους ψυχίατρους στα ‘60s, βασισμένες στους στεναχωρημένους ασθενείς τους, το θεώρησαν ως μια ανωμαλία που μπορεί να γιατρευτεί με την ψυχοθεραπεία. Αγνόησαν την πρωτοποριακή έρευνα του Hirschfeld και ισχυρίστηκαν ότι το cross-dressing είναι ένα αντρικό φαινόμενο που σχετίζεται με τον φετιχισμό.

Πριν τα ‘60s, υπήρχε λίγη οργάνωση μεταξύ των cross-dressers. Πολλοί γιατροί μάλιστα προσπαθούσαν να πείσουν τους cross-dressers να το κρύψουν και να αποφύγουν άλλες επαφές με άλλους cross-dressers. Μια νέα εποχή ξεκίνησε το 1960, όταν η Virginia Prince ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού Transvestia και βοήθησε στο να ιδρύσει το πρώτο εθνικό οργανισμό για cross-dressers. Γνωστοί σήμερα ως Tri-Ess (the Society for the Second Self – Κοινωνία για τον δεύτερο εαυτό), η ομάδα έχει περισσότερα από 30 παραρτήματα σε όλες τις ΗΠΑ.

Η Prince έκανε γνωστή την ιδέα ότι οι περισσότεροι τραβεστί είναι ‘κανονικοί’ τυπικοί, ετεροφυλόφιλοι άντρες που νιώθουν την ανάγκη να εκφράσουν την γυναίκα που κρύβουν μέσα τους. Τα κλαμπ που δημιουργήθηκαν τα επόμενα χρόνια είχαν πολυάριθμα μέλη από παντρεμένους ετεροφυλόφιλους άντρες και τις οικογένειες τους.

Όσο μεγάλωνε ο αριθμός των κλαμπ στα ‘70s και στα ‘80s, οι μελετητές μπορούσαν να διεξάγουν τις μελέτες τους για τους cross-dressers που δεν ήταν ασθενείς κι έτσι δεν είχαν αισθήματα ντροπής για την συμπεριφορά τους. Το γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη των κλαμπ ήταν τυπικοί, ετεροφυλόφιλοι, λευκοί άντρες σήμαινε ότι τα στατιστικά στοιχεία δεν ήταν ακόμη αντιπροσωπευτικά. Παρόλα αυτά, αυτές οι μελέτες ήταν η πρώτη επιστημονική ματιά στις εμπειρίες μια σημαντικής μερίδας των cross-dressers.

Οι μελέτες έδειξαν ότι οι περισσότεροι ξεκίνησαν το cross-dressing μυστικά πριν την εφηβεία και μερικοί από τα προ-σχολικά τους χρόνια. Σε αντίθεση με την αντίληψη ότι το cross-dressing ξεκίνησε ή ενθαρρύνθηκε από έναν γονέα, οι μελέτες έδειξαν ότι οι νεαροί ξεκίνησαν μόνοι τους χωρίς να το πουν σε κανέναν. Σπάνια ξεκίνησε το cross-dressing στην ενηλικίωση αλλά όσο μεγάλωναν και είχαν μεγαλύτερη αυτονομία, μπορούσαν να το κάνουν πιο συχνά.

Τώρα το γιατί αυτοί οι άντρες επέλεξαν να κάνουν cross-dressing, οι μελέτες έχουν επισημάνει ως τον κύριο λόγο την σεξουαλική διέγερση. Σύγχρονες μελέτες έχουν δείξει ότι το cross-dressing επιτρέπει στα άτομα να εκφράσουν άλλη μια πτυχή του εαυτού τους και να αναπτύξουν μια cross-gender ταυτότητα. Μπορεί το cross-dressing να ξεκινάει ως μια πηγή ερεθισμού, αλλά πολλοί άντρες δήλωσαν ότι με τον καιρό άλλοι λόγοι είναι πιο σημαντικοί, όπως το να επιτύχουν μια γυναικεία αίσθηση του εαυτού τους και να δραπετεύσουν παροδικά από την κανονικότητα της αρρενωπότητας.

Γυναίκες Cross-dressersΣυμπεραίνουμε από την μικρή έρευνα που έχει γίνει σε γυναίκες cross-dressers ότι οι περισσότερες γυναίκες νιώθουν πιο άνετα φορώντας παραδοσιακά αντρικά ρούχα αλλά δεν διεγείρονται από αυτό. Σε μια μελέτη 15 γυναικών που φορούσαν αντρικά ρούχα και που τις μπέρδευαν για άντρες, η Holly Devor διαπίστωσε ότι οι γυναίκες έκαναν cross-dressing γιατί τους έδινε μια αίσθηση ελευθερίας και ταίριαζε με τον τρόπο ζωής τους. Οι περισσότερες ήταν λεσβίες και είχαν αποδοχή στην λεσβιακή κοινότητα .

Ίσως λόγω αυτής της αποδοχής, οι γυναίκες cross-dressers δεν έχουν νιώσει την ανάγκη να ιδρύσουν μια ομάδα στήριξης όπως οι άντρες και για αυτό αγνοούνται από την κοινωνία και τους ερευνητές. Την τελευταία δεκαετία, πολλές γυναίκες cross-dressers έχουν γίνει πιο εμφανείς κυρίως χάρη στην άνοδο της κουλτούρας των drag king.

Το Cross-dressing από ετεροφυλόφιλους άντρες έχει στιγματιστεί και στην ποπ κουλτούρα ως κάτι αστείο ή ως κάτι τρομακτικό. Σε ταινίες όπως ‘Some Like It Hot (1959)’, ‘Tootsie (1982)’, ‘Mrs. Doubtfire (1993)’, ‘Sorority Boys (2002)’, άντρες που δεν είναι εκ φύσεως cross-dressers οδηγούνται από εξωτερικές συνθήκες να ντυθούν γυναίκες  για να κρύψουν την ταυτότητα τους.

Mrs. DoubtfireΠραγματικοί cross-dressers σπάνια αποτυπώνονται στην οθόνη κι όταν αυτό γίνεται είναι σε ταινίες όπως τις ‘Psycho (1960)’ και ‘Silence of the Lambs (1991)’ όπου υποδύονται ψυχοπαθείς δολοφόνους.

Το cross-dressing είναι μια πρακτική με μεγάλη ιστορία αλλά υπάρχει όμως ακόμη μια έλλειψη γνώσης και κατανόησης κι από τους γιατρούς αλλά και από την κοινωνία. Μέχρι να οργανωθούν σε λέσχεις λίγες έρευνες είχαν γίνει από την πρωτοποριακή έρευνα του Magnus Hirschfeld το 1910.

Επιστημονικές μελέτες τώρα δείχνουν περισσότερες αλήθειες για τους cross-dressers αλλά υπάρχει ακόμη μια επιμονή ότι είναι αρώστια και ενισχύεται από τις στερεοτυπικές εικόνες που λαμβάνουμε από τα ΜΜΕ. Σίγουρα χρειάζεται να γίνει ακόμη καλύτερη εκπαίδευση από τους cross-dressers και τους συμμάχους τους για να φύγει αυτό το αρνητικό στίγμα που υπάρχει.