[απόσπασμα από κείμενο της Diana Fuss με τίτλο «Λεσβιακές και γκέι θεωρίες: Το πρόβλημα της πολιτικής τής ταυτότητας» στο βιβλίο Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική, επιμέλεια, εισαγωγή: Αθηνά Αθανασίου, μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, Μαργαρίτα Μηλιώρη, Αιμίλιος Τσεκένης, εκδ. νήσος, Αθήνα 2006]


[...] Η ομοφυλοφιλική περηφάνια, η ομοφυλοφιλική κουλτούρα, η ομοφυλοφιλική αισθαντικότητα επιστρατεύονται ως ακρογωνιαίοι λίθοι της ομοφυλοφιλικής κοινότητας, ως δείκτες ανάδυσης στο φως μιας χρόνια καταπιεσμένης συλλογικότητας.


Η σύγχρονη γκέι θεωρία, από την άλλη μεριά, όλο και περισσότερο αρνείται να δεσμευτεί σε μια τέτοιου είδους φυσική, ουσιακή ή οικουμενική ερμηνεία της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας, και αντιτείνει εμφατικά την «κατασκευή του νεωτερικού ομοφυλόφιλου» [1] – δηλαδή ότι το ομοφυλόφιλο υποκείμενο δεν δημιουργείται φυσικά αλλά λογο-θετικά, μέσα από την επενέργεια πολλαπλών λόγων, οι οποίοι το συγκροτούν. [...] Οι απόπειρες του Φουκό να απεκδύσει την σεξουαλικότητα από τις ουσιοκρατικές της σημάνσεις και η προσπάθειά του να ιστορικοποιήσει την ομοφυλοφιλία ως νεωτερική επινόηση προετοίμασαν το έδαφος για τις σημερινές διαμάχες γύρω από το νόημα και τη χρησιμότητα κατηγοριών όπως «γκέι», «ομοφυλόφιλος», τόσο σε επίπεδο θεωρητικό όσο και επίπεδο ακτιβιστικό.

[...] Κεντρικής σημασίας για τη διαμάχη γύρω από τη θεωρία της επινόησης της ομοφυλοφιλίας είναι και το συνδεόμενο με αυτή ζήτημα της πολιτικής τής ταυτότητας –μια φράση που έχει ευρεία απήχηση στις κοινότητες των γκέι και των λεσβιών. Στην τρέχουσα σημασία του, ο όρος «πολιτική της ταυτότητας» υποδηλώνει την τάση να θεμελιώνει κανείς την πολιτική του στάση στην αίσθηση που έχει για την προσωπική του ταυτότητα – ως ομοφυλόφιλος, ως Εβραίος, ως μαύρος, ως γυναίκα... Οι γκέι ακτιβιστές έχουν υιοθετήσει την πολιτική της ταυτότητας ως ένα είδος προσκλητηρίου στα όπλα, ως σύνθημα που ενθαρρύνει την προσωπική συνειδητοποίηση και παρακινεί σε πολιτική δράση. Επίσης, τόσο οι γκέι όσο και οι λεσβίες έχουν ενστερνιστεί την πολιτική τής ταυτότητας ως θεωρητική βάση πάνω στην οποία επιχειρούν να χτίσουν μια συνεκτική πολιτική κοινότητα. Η παρούσα μελέτη [...] επιδιώκει [...] να αμφισβητήσει τις αναλυτικές προϋποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η έννοια αυτή, και να εξετάσει σε ποιο βαθμό η απήχησή της συντηρείται από μια ουσιοκρατική θεώρηση των πραγμάτων.


[...] Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή πως, μολονότι η πολιτική τής ταυτότητας έχει υιοθετηθεί τόσο από λεσβίες όσο και από γκέι θεωρητικούς, αυτό δεν σημαίνει ότι οι λεσβίες και οι γκέι ως υποκείμενα –παρά το γεγονός ότι τους ανέφερα εδώ μαζί ασχολούνται απαραιτήτως με τα ίδια ζητήματα ή ότι αναγκαστικά αντιπροσωπεύουν μια ενιαία πολιτική συμμαχία. [...] Σε γενικές γραμμές, η σύγχρονη λεσβιακή θεωρία δείχνει ελάχιστη προθυμία να αμφισβητήσει ή να εγκαταλείψει την ιδέα της λεσβιακής ουσίας, καθώς και μια πολιτική της ταυτότητας που θεμελιώνεται πάνω σ' αυτή την ουσία. Από την άλλη, οι γκέι θεωρητικοί, ακολουθώντας το παράδειγμα του Φουκό, υιοθέτησαν εύκολα την υπόθεση της κοινωνικής κατασκευής και ανέπτυξαν πιο λεπτομερείς αναλύσεις γύρω από την ιστορική κατασκευή των σεξουαλικοτήτων.


ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ


[...] Η ματαιότητα του να αναζητούμε τις πρωταρχικές αιτίες της ομοφυλοφιλίας γίνεται προφανής μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι μία διιστορική, διαπολιτισμική και αιώνια κατηγορία, αλλά μια συγκυριακή και μεταβλητή κοινωνική κατασκευή. [...] Αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι όσοι ενστερνίζονται τη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής είναι ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί σχετικά μεταγενέστερο φαινόμενο στον δυτικό πολιτισμό. Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στην κρίσιμη διάκριση ανάμεσα στην «ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, η οποία είναι οικουμενικό φαινόμενο, και την ομοφυλοφιλική ταυτότητα, που είναι προσδιορισμένη ιστορικά» [1].


[...] Υπέρ της αντίληψης ότι η ομοφυλοφιλική ταυτότητα κατασκευάζεται –αλλά και υπέρ της θεωρίας της κατασκευής στο ζήτημα της σεξουαλικότητας εν γένει– συνηγορούν μια σειρά δυνατά κριτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η προσέγγιση αυτή: Πρώτον, οι θεωρίες της επινόησης, απορρίπτοντας την άποψη ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια αιώνια και πολιτισμικά ενιαία κατάσταση, υπονομεύουν τις εθνοκεντρικές αναλύσεις της σεξουαλικότητας. [...] Οι θεωρίες της επινόησης διαθέτουν τα θεωρητικά εργαλεία που απαιτούνται για τη διερεύνηση των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται ανάμεσα στις διάφορες σεξουαλικές υποκουλτούρες καθώς και εντός της καθεμιάς απ' αυτές. Δεύτερον, η προσέγγιση της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας από την οπτική γωνία της κατασκευής ανοίγει το δρόμο για τη μελέτη της παραγωγής όλων των σεξουαλικών ταυτοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της ετεροφυλοφιλίας (πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό)˙ για τον/την υπέρμαχο της θεωρίας της κατασκευής, η ετεροφυλοφιλία δεν είναι περισσότερο φυσική ή δεδομένη απ' ό,τι οι μη ηγεμονικές σεξουαλικές τυπολογίες. Τρίτον, η προσέγγιση από τη σκοπιά της κατασκευής μας επιτρέπει να διερευνήσουμε την ομοφυλοφιλία, την ετεροφυλοφιλία, την αμφιφυλοφιλία και τους άλλους σεξουαλικούς ρόλους ακριβώς ως τυπολογίες, δηλαδή ως συγκυριακές κατηγορίες και όχι ως διαχρονικά φαινόμενα. Τέταρτον, εκτός του ότι ενθαρρύνουν πιο ενδελεχείς αναλύσεις σχετικά με την κοινωνική παραγωγή των ομοφυλοφιλικών ταυτοτήτων, οι θεωρίες της επινόησης μας επιτρέπουν επίσης να κάνουμε σημαντικές διακρίσεις μεταξύ των γκέι και των λεσβιών, δύο ομάδων που συχνά συγχέονται στις έρευνες για τις σεξουαλικές μειονότητες (ένα πεδίο έρευνας το οποίο ευνοεί χαρακτηριστικά τους άνδρες ομοφυλόφιλους), αλλά, στην πραγματικότητα, δεν συγκροτούνται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Και, τέλος, μαζί με όλα τους τα παραπάνω προτερήματα, οι θεωρίες της επινόησης χαρακτηρίζονται επιπλέον από μια τάση να ιστορικοποιούν και να εντάσσουν τα αντικείμενα της ανάλυσής τους στα κοινωνικά και πολιτισμικά τους συμφραζόμενα: Τέτοιου είδους μελέτες μάς απομακρύνουν από το πεδίο της οντολογίας (από το τι είναι ομοφυλόφιλος/-η) και μας εισάγουν στο πεδίο της διερεύνησης των κοινωνικών και λογο-θετικών μορφωμάτων (στο πώς παράγεται ο ομοφυλοφιλικός ρόλος).


[...] Το πρόβλημα με τη θεωρία της επινόησης στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ότι, ενώ πολύ σωστά επιμένει ότι οι ταυτότητες είναι κατασκευές, τις αντιλαμβάνεται αποκλειστικά ως κοινωνικές κατασκευές. Όμως, το να δεχτούμε ότι δεν υπάρχει φυσική ή έμφυτη σεξουαλικότητα δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την αποκήρυξη της κατηγορίας του ψυχικού. Το να απορρίψουμε την ψυχανάλυση μαζί με την ουσιοκρατία (μια χειρονομία ιδιαίτερα ύποπτη, ούτως ή άλλως, αν σκεφτούμε ότι ο Φρόυντ ήταν εκείνος που πρώτος αμφισβήτησε τη φυσικότητα της σεξουαλικότητας) σημαίνει ότι αποκλείουμε εκ των προτέρων όχι απλώς την κατηγορία της επιθυμίας αλλά επίσης και το ερώτημα του πώς συγκροτείται και συναρθρώνεται η επιθυμία μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα. Με άλλα λόγια, είναι σαν να παραβλέπουμε τη σπουδαιότητα της ψυχαναλυτικής ενόρασης, η οποία υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία δεν αντιτίθεται στην ετεροφυλοφιλία αλλά υπάρχει εντός της – ως η ίδια της η προϋπόθεση, εφόσον κάθε ταυτότητα στηρίζεται στον αποκλεισμό.


[...] Η ανάδυση ενός διπολισμού ανάμεσα στην ανδρική ομοφυλοφιλία και τον λεσβιασμό στο πλαίσιο της θεωρίας και της πολιτικής της ομοφυλοφιλίας.


Μολονότι στις σύγχρονες μεταδομιστικές συζητήσεις για την ομοιότητα και τη διαφορά η ομοφυλοφιλία φαίνεται να εγγράφεται ξεκάθαρα στην συντηρητική πολιτική του Ομοίου, είναι προφανές ότι σε καμία περίπτωση δεν επέχει τη θέση μιας ομοιογενούς ή μονολιθικής υποκειμενικότητας. Παρ' όλα αυτά, οι θεωρίες της ομοφυλοφιλίας που παράγονται από συγγραφείς οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως γκέι ή ως λεσβίες δεν παίρνουν πάντα υπόψη τους τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ μας. [...] Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί ειδικά οι φεμινίστριες θεωρητικοί που έχουν συνεισφέρει περισσότερο από κάθε άλλον στο να αποκτήσει ο όρος «λεσβία» αξία και να έρθει στο προσκήνιο της σύγχρονης κριτικής θεωρίας (η Irigaray, η Wittig, η Rich) δυσκολεύονται τόσο πολύ να μιλήσουν επαρκώς για την ανδρική ομοφυλοφιλία. Παράλληλα, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί οι γκέι θεωρητικοί που έχουν παραγάγει σημαντικό έργο πάνω στο ζήτημα της σεξουαλικότητας (ο Φουκό, ο D' Emilio) έχουν αποτύχει να θεωρητικοποιήσουν επαρκώς την κατηγορία «λεσβία» πέρα από τις γενικευτικές αναφορές στην ομοφυλοφιλία. Πιστεύω ότι είναι απολύτως αναγκαίο να ξεκινήσουμε το δύσκολο έργο της διερεύνησης ορισμένων από αυτές τις δομικές εντάσεις που ενυπάρχουν στο ευρύτερο πεδίο της γκέι και λεσβιακής θεωρίας, ώστε να υπερβούμε τη σημερινή κατάσταση αντιπαλότητας, κατά την οποία η κάθε πλευρά επιμένει στην αποσιώπηση της άλλης.


Η θέση που κατέχει η ομοφυλοφιλία στις σύγχρονες θεωρίες περί έμφυλης διαφοράς.


Στο πλαίσιο της μεταδομιστικής φεμινιστικής θεωρίας, το δίπολο αρσενικό/θηλυκό αποτελεί την πάγια βάση από την οποία εκκινεί η κατανόηση της έμφυλης διαφοράς. Κατά συνέπεια, στο βαθμό που ισχύει αυτό, η ομοφυλοφιλία μέχρι πρόσφατα υπήρξε ένας μη τόπος, ή τουλάχιστον ένας μη τόπος σε σχέση με τον προνομιακό χώρο της διαφοράς ανάμεσα στα αρσενικά και θηλυκά υποκείμενα. Η σημασία του «ομο-» έχει συνδεθεί με την πολιτική του φαλλοκρατικού Ομοίου, ενώ το νόημα του «ετερο-» έχει συνδεθεί εξίσου στενά με τις πιο αποδεκτές πολιτικές της Διαφοράς. [...] Από αυτή την οπτική γωνία, η ετεροφυλοφιλία λειτουργεί ως αποθέωση της ετερογένειας και εξυπηρετεί τον εκτοπισμό των θεωρούμενων ως πιο συντηρητικών και αντιδραστικών αποτελεσμάτων της πρακτικής της ομοιογένειας. Επομένως, αποκτά ιδιαίτερη σημασία το να ελέγξουμε και να εξετάσουμε διεξοδικά αυτό που η Mandy Merck διέγνωσε πρόσφατα ως «υποστασιοποίηση της ετεροφυλοφιλικής διαφοράς στη σύγχρονη θεωρία» [2]. Μήπως υπάρχει πράγματι μια αντιομοφυλοφιλική προκατάληψη στις σύγχρονες θεωρίες περί έμφυλης διαφοράς; Και αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε με ποιον τρόπο η υποτίμηση του «ομο-» προς όφελος του «ετερο-» ενίσχυσε τη θέση αυτών των θεωριών περί έμφυλης διαφοράς; Οι όροι «ομοφυλόφιλος/η», «γκέι» και «λεσβία» αντιστοιχούν σε κατηγορίες έμφυλης διαφοράς που υπάρχουν αυτές καθεαυτές; Εξαρτώνται από το δίπολο αρσενικό/θηλυκό για να συγκροτήσουν τον εαυτό τους ή μπορούν να εννοιολογηθούν και πέρα από τα συμφραζόμενα αυτού του διπόλου; Εντέλει, η ομοφυλοφιλία συγκροτεί και συγκροτείται από τις θεωρίες και της κατηγορίες της έμφυλης διαφοράς ή βρίσκεται πέρα από αυτές;


Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι όλα τα ερωτήματα και τα ζητήματα που έθεσα παραπάνω τίθενται μέσα σ' ένα πολιτισμικό πλαίσιο που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τους άνδρες και τις γυναίκες ομοφυλόφιλους/-ες ως απειλή για τη δημόσια ασφάλεια, ακόμα και για την ασφάλεια του ίδιου του κράτους. Οι πρόσφατες μεταδομιστικές θεωρίες πάνω στην «αστυνόμευση της επιθυμίας» αποκτούν κάτι περισσότερο από απλώς μεταφορική σημασία ενόψει της πραγματικής νομικής, ιατρικής, κοινωνικής και οικονομικής δίωξης που υφίστανται οι ομοφυλόφιλοι/-ες από τον κρατικό μηχανισμό. Καταλήγοντας, λοιπόν, θα ήθελα να προτείνω ότι πρέπει να συνεχίσουμε να εξετάζουμε το πρόβλημα της ιστορικής σχέσης ανάμεσα στο κράτος και τις διαδικασίες σχηματισμού της ταυτότητας.


[1] Weeks, Jeffrey (1977), Coming Out: Homosexual Politics in Britain from the Nineteenth Century to the Present, Quartet, Λονδίνο, σ. 3


[2] Merck, Mandy (Χειμώνας 1987), «Difference and its discontents», Screen 28(1): 2-9