«Είχαν ανακαινίσει τ’ αποδυτήρια των αντρών την άνοιξη και στη θέση των ανοιχτών ντους υπήρχαν τώρα έξι καμπίνες. Ο Έκτορας πλενόταν στη μια, η πόρτα της καμπίνας του αφημένη ορθάνοιχτη. Ο Ρίτσι έμεινε να κοιτάζει τον τριχωτό κώλο του άντρα, το ψηλό, καλογραμμένο κορμί του. Ο Έκτορας φαινόταν έτοιμος να γυρίσει προς το μέρος του από στιγμή προς στιγμή, κι ο Ρίτσι τρύπωσε γρήγορα στη διπλανή καμπίνα. Άνοιξε αστραπιαία το νερό και τα’ άφησε να πέσει με δύναμη πάνω του, εντελώς παγωμένο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Άκουσε τον άντρα δίπλα του να κλείνει τη βρύση του ντους. Ο Ρίτσι στάθηκε κάτω απ’ το νερό. Έβγαλε το μαγιό του. Αποφάσισε να μετρήσει ως το δεκαπέντε. Το δεκαπέντε ήταν τυχερός αριθμός.
Δεκαπέντε. Έκλεισε το νερό του ντους και πήγε στ’ αποδυτήρια.

Ο Έκτορας στεκόταν απέναντί του, γυμνός, μια υγρή λευκή πετσέτα κρεμασμένη στον ώμο του. Ο Ρίτσι, μην τολμώντας να πάρει ανάσα, κοίταξε τον άντρα, ύστερα του χάρισε ένα ντροπαλό, φοβισμένο χαμόγελο. Ο Έκτορας του ανταπέδωσε αμήχανα το χαμόγελο. «Γεια σου».
Ο Ρίτσι κούνησε απλώς το κεφάλι του, μη τολμώντας να πει λέξη. Θα στρίγκλιζε, θ’ ακουγόταν σαν κοριτσάκι, το ‘ξερε. Θα ‘πρεπε να ρωτήσει για την Αίσα, για τα παιδιά –πώς διάολο τα ‘λεγαν; Ο Έκτορας συνέχιζε να σκουπίζεται. Ο Ρίτσι τον έτρωγε με τα μάτια, ξέροντας ότι μάλλον δεν θα ξαναείχε τέτοια ευκαιρία. Κοίταξε το λαιμό του άντρα, το στήθος του, την κοιλιά του, τα μπούτια του, τον πούτσο του, τ’ αρχίδια του, τα γόνατά του, τους αγκώνες, τα δάχτυλα, τα χέρια. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρεια. Τις πυκνές, σκούρες, κατσαρές τρίχες γύρω από τος ρώγες του, την αχνή ροζ ουλή στ’ αριστερό του μπράτσο, το ότι το δεξιό του αρχίδι φαινόταν πιο στρογγυλό, πιο μεγάλο απ’ το άλλο. Ο Έκτορας σήκωσε το πετσάκι του πέους του και σκουπίστηκε. Ο πούτσος του Ρίτσι ξαφνικά σηκώθηκε –δεν μπορούσε να τον ελέγξει. Τινάχτηκε μπροστά, κουνιόταν πάνω κάτω, τεράστιος , άσχημος.

Καθώς ο Έκτορας σκούπιζε τους ώμους του, έριξε μια ματιά στον Ρίτσι, ύστερα τράβηξε αμέσως το βλέμμα του, σοκαρισμένος, ενοχλημένος, όχι όμως προτού προλάβει ο Ρίτσι να διακρίνει στα μάτια του μεγαλύτερου άντρα κάτι ανάμεσα σε λύπη και αηδία».