του Γιώργου Καρδαρά
Πολλά έχουν ειπωθεί για τα πιθανά αίτια της ομοφυλοφιλίας. Παθολογική αρρώστια; Φυσιολογική αλλά οπωσδήποτε παροδική φάση; Κόλλημα σε κάποιο ανώριμο στάδιο; Ή μήπως φυσιολογική έκφραση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας; Διαβάστε τι έλεγαν παλιά και τώρα οι επιστήμονες.
tenpercent
Τρεις είναι κατηγορίες θεωριών που ιστορικά αναφέρονται στα αίτια της ομοφυλοφιλίας:
Οι θεωρίες των φυσιολογικών διαφοροποιήσεων όριζαν την ομοφυλοφιλική έλξη ως μια φυσιολογική μορφή της σεξουαλικότητας που έχει την ίδια σημασία με την ετεροφυλοφιλική. Παράδειγμα μιας συχνής ανθρώπινης απόκλισης από το φυσιολογικό είναι οι αριστερόχειρες.
Ένα δεύτερο επεξηγηματικό μοντέλο ήταν οι Θεωρίες της Παθολογίας, οι οποίες όριζαν την ομοφυλοφιλία των ενηλίκων ως αρρώστια ή μη φυσιολογική κατάσταση, η οποία παρέκκλινε από τον προκαθορισμένο, φυσιολογικό, ετεροφυλοφιλικό τρόπο σεξουαλικής εξέλιξης εκείνης της εποχής. Οι εικασίες για εξωτερικούς ιογενείς παράγοντες περιλάμβαναν μεταξύ άλλων: προγεννητική ορμονική υπο- ή υπερλειτουργία, υπερβολική μητρική αγάπη, απουσία της πατρικής αγάπης, αποπλάνηση από ένα μεγαλύτερο σε ηλικία άτομο, έκφυλη ζωή και πνευματική σύγχυση.
Τέλος οι Θεωρίες της Ανωριμότητας έβλεπαν την ομοφυλοφιλία ως μια ενδεχομένως φυσιολογική και παροδική φάση, η οποία ξεπερνιέται στη διαδικασία της σεξουαλικής ωρίμανσης προς την ετεροφυλοφιλία.
Το 1973 η έγκριτη Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (APA) επιβεβαίωσε τη θεωρία της φυσιολογικής διαφοροποίησης και διέγραψε την ομοφυλοφιλία από τον κατάλογο των ψυχικών διαταραχών. Ακολουθώντας το παράδειγμα της ΑΡΑ οι πιο σημαντικοί ιατρικοί οργανισμοί και φορείς δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ και άλλα κράτη αναγνώρισαν επίσης την ομοφυλοφιλία ως μια φυσιολογική παραλλαγή της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Το 1993 η ομοφυλοφιλία διαγράφτηκε τελικά και από τη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO).
Οι πρώτες σύγχρονες θεωρίες
Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς η σύγχρονη ιστορία της ομοφυλοφιλίας αρχίζει τον 19ο αιώνα. Το 1864 ένας γερμανός δικηγόρος, ο Karl Ulrichs, δημοσίευσε μια πραγματεία με το θέμα «Το μυστήριο του έρωτα μεταξύ ανδρών». Υποστήριζε ότι για κάποιους άντρες η ομοφυλοφιλία αποτελεί φυσιολογικό γεγονός. Έχοντας χαρακτηριστικά της γυναικείας φύσης αποτελούν το «τρίτο φύλο». Επειδή τότε δεν είχε εφευρεθεί ακόμη ο όρος «ομοφυλοφιλία», τους ονόμασε «Urninge» (από την ελληνική λέξη «Ουρανός», τον πατέρα της Αφροδίτης, η οποία γεννήθηκε χωρίς μητέρα).
Μια αντίθετη θεωρία υποστήριζε ο Krafft-Ebbing. Στην ιατρική επιτομή του σχετικά με τη συμβατική σεξουαλική συμπεριφορά «Psychopathia Sexualis» το 1886 χαρακτήρισε την ομοφυλοφιλία «αναστρέψιμη» ψυχιατρική παρέκκλιση. Όπως υποστηρίζουν πολλοί και σήμερα, πίστευε ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με βιολογική προδιάθεση προς την ομοφυλοφιλία. Αλλά αντίθετα με αυτούς, ο Krafft-Ebbing δεν την έβλεπε ως φυσιολογικό χαρακτηριστικό αλλά ως γενετική πάθηση.
Η θεωρία της ανωριμότητας: Sigmund Freud
Μια τρίτη άποψη στις πρώτες σύγχρονες συζητήσεις για τα αίτια της ομοφυλοφιλίας υποστήριζε ο Sigmund Freud στο έργο του «Τρεις πραγματείες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας» (1905).
Ο Freud διαφωνούσε με τον χαρακτηρισμό της ομοφυλοφιλίας ως παθολογίας κατά τον Krafft-Ebbing και τις θεωρίες του «τρίτου φύλου». Μιλώντας για την επιστήμη της ψυχανάλυσης, υποστήριζε ότι «είναι αντίθετη στην προσπάθεια να ξεχωρίσει τους ομοφυλόφιλους από τους υπόλοιπους ανθρώπους ως μια ομάδα με τυπικά χαρακτηριστικά».
Ο Freud αντιλαμβανόταν την ομοφυλοφιλία ως φυσιολογικό στάδιο στην εξέλιξη κάθε ανθρώπου. Στη θεωρία της παθολογίας οι ομοφυλοφιλικές επιθυμίες των ανηλίκων αποτελούσαν ένδειξη στασιμότητας στην ψυχοσεξουαλική εξέλιξή τους.
Στην «Επιστολή προς μια αμερικανίδα μητέρα» ο Freud έγραφε:
«Συμπεραίνω από το γράμμα σας ότι ο γιός σας είναι ομοφυλόφιλος. Μου προξενεί εξαιρετική εντύπωση το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιείτε αυτόν τον όρο όταν τον περιγράφετε. Μπορώ να ρωτήσω γιατί τον αποφεύγετε; Η ομοφυλοφιλία ασφαλώς δεν αποτελεί προτέρημα, αλλά δεν είναι και μια κατάσταση για την οποία πρέπει να νιώθετε ντροπή – δεν είναι ελάττωμα, δεν είναι εκφυλισμός. Δεν μπορεί να καταταχθεί στις παθήσεις. Υποθέτουμε ότι αποτελεί μια έκφανση της σεξουαλικής λειτουργίας, η οποία δημιουργήθηκε λόγω στασιμότητας στη σεξουαλική εξέλιξη. Πολλές αξιόλογες προσωπικότητες στο παρελθόν και στο παρόν ήταν ομοφυλόφιλοι, μεταξύ αυτών και σπουδαίοι άντρες όπως ο Πλάτωνας, ο Μιχαήλ-Άγγελος, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, κτλ...» ( Freud 1935).
Οι θεωρίες της παθολογίας: οι αμερικανοί Νέο-Φροϋδιστές

Οι ψυχαναλυτές στα μέσα του 20ου αιώνα βάσιζαν την κλινική τους πράξη στις εργασίες του Sandor Rado (1940). Ο Rado απέρριπτε τις θεωρίες του Freud, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει μια εκ γενετής αμφιφυλοφιλία. Υποστήριζε ότι δεν υπάρχει φυσιολογική ομοφυλοφιλία και ότι τον βιολογικό κανόνα αποτελεί η ετεροφυλοφιλία.
Κατά τον Rado η ομοφυλοφιλία είναι ψυχοπαθολογική – μια φοβική αποφυγή της ετεροφυλοφιλίας που την προκάλεσε μια λανθάνουσα συμπεριφορά των γονέων στα πρώτα παιδικά χρόνια. Η θεωρία του βρήκε πολλούς υποστηρικτές. Ακολουθώντας την οπτική γωνία του Rado, ο Bieber και πολλοί άλλοι (1962) θεώρησαν την ομοφυλοφιλία «μια παθολογική, βιοκοινωνική, ψυχοσεξουαλική προσαρμογή ως συνέπεια εκτεταμένων φόβων σε σχέση με την έκφραση ετεροφυλοφιλικών ορμών». Ο Socarides (1968) αποκάλεσε την ομοφυλοφιλία «λύση του χωρισμού από τη μητέρα, όπου υπάρχει μια τάση αποφυγής από όλες τις γυναίκες». Ο Ovesey (1969) υποστήριζε ότι η ομοφυλοφιλία είναι «μια παρέκκλιση της σεξουαλικής προσαρμογής, στην οποία ωθείται ο ασθενής επειδή ο φόβος εισβάλλει στην κανονική σεξουαλική του λειτουργία».
Αυτές οι ψυχαναλυτικές θεωρίες είχαν σημαντική επιρροή στον τρόπο σκέψης της Ψυχιατρικής στα μέσα του 20ου αιώνα και αποτέλεσαν μέρος της επιστημονικής επιχειρηματολογίας με την οποία η διάγνωση της «ομοφυλοφιλίας» καταχωρήθηκε στη δεύτερη έκδοση του Διαγνωστικού και στατιστικού εγχειριδίου ψυχικών διαταραχών (DSM-II, American Psychiatric Association 1968).
Οι θεωρίες της φυσιολογικής διαφοροποίησης: η απόφαση της ΑΡΑ του 1973
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η American Psychiatric Association (APA) ξεκίνησε μια εξελικτική διαδικασία, στο τέλος της οποίας απορρίφτηκαν οι θεωρίες του DSM-II που αναφέρονται στους μεταψυχολογικούς ορισμούς της ψυχανάλυσης. Αντ' αυτού η ΑΡΑ προσέγγισε μια διαγνωστική θεωρία της παθολογίας, η οποία στηριζόταν σε ιατρικά μοντέλα «βασισμένα σε αποδείξεις». Η 3η έκδοση του καινούργιου εγχειριδίου «DSM-III» δημοσιεύτηκε τελικά το 1980. Η απόφαση της ΑΡΑ το 1973 να ανανεώσει το υπάρχον DSM-II και να διαγράψει την ομοφυλοφιλία από την λίστα των ψυχικών διαταραχών ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς γεγονότων που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο.
Την αφορμή για αυτή την αλλαγή αποτέλεσαν οι αντιδράσεις των ακτιβιστών των ομοφυλοφιλικών κινημάτων που διαμαρτυρήθηκαν πολύ έντονα στην ετήσια συνέλευση της ΑΡΑ το 1970. Οι συγκεκριμένες διαμαρτυρίες οδήγησαν την επιστημονική επιτροπή της ΑΡΑ, η οποία μόλις είχε αρχίσει με την επιμέλεια της τρίτης έκδοσης του διαγνωστικού εγχειριδίου DSM-III, να εξετάσει μια πιθανή διαγραφή της ομοφυλοφιλίας από αυτό. Η αρμόδια επιτροπή, η οποία ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα, μελέτησε την επιστημονική βιβλιογραφία μη-ψυχαναλυτικών πηγών – ένα έργο το οποίο υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί φυσιολογική διαφοροποίηση της ανθρώπινης εξέλιξη.
Μια αξιοσημείωτη επιστημονική έρευνα ήταν η αναφορά του Alfred Kinsey (1948, 1953), κατά την οποία η ομοφυλοφιλία στους «μη-πάσχοντες» του πληθυσμού ήταν περισσότερο διαδεδομένη απ' ό,τι πίστευαν. Η λαογραφική μελέτη των Ford και Beach τα 1957 επιβεβαίωσε τις θέσεις του Kinsey ότι η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Οι επιστημονικές έρευνες της Evelyn Hooker (1957) επιβεβαίωσαν επίσης αυτά τα αποτελέσματα.
Οι παραπάνω μελέτες καθώς και άλλες, οδήγησαν την επιστημονική επιτροπή της ΑΡΑ στην απόφαση ότι τα επιστημονικά πορίσματα υποστηρίζουν την άποψη να καταταχθεί η ομοφυλοφιλία ως φυσιολογική διαφοροποίηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Η επιτροπή πρότεινε την άμεση διαγραφή της ομοφυλοφιλίας από την DSM-II, η οποία και πραγματοποιήθηκε μετά από ψήφισμα.
Η πολιτική διάσταση της κλινικής συζήτησης
Είναι αξιοσημείωτο ότι η απόφαση της APA το 1973 αφαίρεσε από τους πολιτικούς, κρατικούς, θρησκευτικούς και παιδαγωγικούς φορείς τη δυνατότητα να συνεχίσουν να κάνουν διακρίσεις εις βάρος των ομοφυλόφιλων με βάση την ιατρική ή επιστημονική επιχειρηματολογία. Χωρίς αυτή την πρόφαση δημιουργήθηκε την τελευταία δεκαετία, κυρίως στον δυτικό κόσμο, μια πρωτοφανής κοινωνική αποδοχή των γκέι και λεσβιών που ζουν πλέον μια ανοιχτή ζωή.
Το παρόν άρθρο αποτελεί συνοπτική παρουσίαση του βιβλίου του Dr. Jack Drescher Mental Health Issues in Lesbian, Gay, Bisexual, and Transgender Communities (Hrsg. Billy E. Jones, Majorie J. Hill, Washington DC, 2002). Ο Dr. Jack Drescher είναι εκδότης του ιατρικού περιοδικού Journal Of Gay And Lesbian Psychotherapy. Είναι πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης στη Νέα Υόρκη.
Πηγή: http://www.10percent.gr/old/issues/200804/03.html