Πέντε φορές ολυμπιονίκης στις καταδύσεις, ομοφυλόφιλος και τεράστιο gay icon των ’80s, φορέας του AIDS, με δική του δημόσια ομολογία. Μέχρι σήμερα αυτοί που ξέρουν λένε πως υπάρχουν «δύο είδη αθλητών στο diving: αυτοί που κάνουν δύσκολες καταδύσεις και o Γκρεγκ Λουγκάνις». 


Μαυρισμένος. Όχι πολύ ψηλός. Φοράει σκούρο Τ-shirt, βερμούδα, sneakers, κρίκο στο αφτί, ένα μενταγιόν με αλλόκοτα έθνικ σκαλίσματα – τυπικός Καλιφορνέζος. Και είναι παράξενο, αλλά έτσι όπως σε πλησιάζει ήσυχα, ελαφροπατώντας πάνω στο γρασίδι (ή μάλλον «γλιστρώντας» με ένα δικό του, ιδιόμορφο easygoing τρόπο), νομίζεις πως είναι ψεύτικος, λες πως σε λίγο, να, θα περπατήσει πάνω στον αφρό της λίμνης και μετά θα χαθεί χωρίς να αφήσει πίσω του ίχνος, ούτε έναν παφλασμό, ούτε μια ρυτίδα - σαν να τον ρούφηξε το νερό. Ακριβώς όπως παλιά. 
Αλλά αμέσως μετά αρχίζει να μιλάει. «Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας – Πέτρο τον έλεγαν. Έλληνες συγγενείς; Δεν ξέρω αν έχω. Πριν πεθάνει, το 1991, ο πατέρας μου έλεγε πως ήθελε να έρθουμε στην Ελλάδα, να μείνουμε, να ψάξουμε για συγγενείς, οικογένεια. Δεν τα καταφέραμε. Δεν ξέρω καν αν είχε γεννηθεί εδώ, σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, στην Αλεξάνδρεια ή στη Βοστόνη. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα προάστιο του Σαν Ντιέγκο. Θυμάμαι τις ελληνικές γιορτές, τη λειτουργία στην ελληνική εκκλησία, την ελληνική κουζίνα. H μητέρα μου ήταν Ιρλανδο-Σκοτσέζα, αλλά έπρεπε να μάθει να μαγειρεύει ελληνικά φαγητά για χάρη του μπαμπά, για να μπορεί να συναγωνίζεται τις αδερφές του. Τρελαινόμουν για τη σπανακόπιτα. Όχι, ελληνικά δεν έμαθα - λίγες λέξεις μόνο, όταν ήμουν πολύ μικρός, που δεν τις θυμάμαι πια». 

Το «δράμα» θα μπορούσε να είναι μια απ’ αυτές τις λέξεις – ξέρει τι σημαίνει σε οποιαδήποτε γλώσσα. Γεννήθηκε στις 29.1.1960 από γονείς Πολυνήσιους και –μωρό ακόμα– δόθηκε για υιοθεσία στον Peter και την Frances Louganis. Μεγάλωσε, γνωρίζοντας πως η φυσική του οικογένεια τον είχε απορρίψει. «Μια φορά, που ήμουν στη Χαβάη για κάτι εμφανίσεις, ήρθε και με βρήκε στα παρασκήνια ένας μεσόκοπος κύριος. Ισχυριζόταν πως ήταν ο βιολογικός μου πατέρας. Τι έκανα; Τίποτα. Τον άφησα να μιλάει. Ήταν, προφανώς, μια πολύ συγκινητική στιγμή για κείνον – εγώ ήμουν κάπως πιο συγκρατημένος. Μέχρι σήμερα οι δικοί του μου στέλνουν κάρτες τα Χριστούγεννα και όποτε πάω στη Χαβάη έρχονται και με βλέπουν κουβαλώντας μικροδωράκια, σοκολάτες και ανανάδες για το σπίτι. Δεν θέλησα ποτέ να μάθω αν ήταν αλήθεια ή ψέματα. Γιατί; Τι σημασία έχει; Γονείς μου ήταν αυτοί που με μεγάλωσαν». 


Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εξαρχής η ζωή του Louganis είχε να κάνει με τη «διαφορά»: Ήταν υιοθετημένος, είχε άσθμα, τραύλιζε, δεν μπορούσε να διαβάσει (σ.σ. αργότερα θα ανακάλυπτε πως ήταν δυσλεκτικός), το δέρμα του ήταν σκούρο - στο σχολείο τα άλλα παιδιά τον φώναζαν «νέγρο», «καθυστερημένο», «αδερφή». «Οι καταδύσεις ήταν μια ανακούφιση. Όταν ήμουν μικρός, ποθούσα με πάθος να κερδίσω το σεβασμό και την αγάπη του πατέρα μου κι αυτό το άθλημα έμοιαζε να είναι σημαντικό γι’ αυτόν. Στην αρχή, λοιπόν, οι νίκες ήταν μάλλον γέννημα απόγνωσης: Σκεφτόμουν πως όσο κέρδιζα θα είχα την αγάπη που χρειαζόμουν. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως μου άρεσε αυτό που έκανα και ήμουν στ’ αλήθεια καλός. Έπρεπε πια να το κάνω για τον εαυτό μου. Και το έκανα». 

Στην πραγματικότητα, μόνο μες στην πισίνα αισθανόταν ασφαλής. «Είχα μια δύσκολη σχέση με τον πατέρα μου, που έγινε ακόμα δυσκολότερη καθώς μεγάλωνα. Έπινε πολύ, συχνά γινόταν βίαιος. Σε κάποια φάση οι γονείς μου χώρισαν – μάλιστα οι διαδικασίες του διαζυγίου βρίσκονταν σε εξέλιξη στη διάρκεια της πρώτης Ολυμπιάδας που πήρα μέρος. Φυσικά, ήρθαν να με δουν. Είχαν τόση οργή, που σκεφτόμουν πως το στάδιο δεν θα ’ταν αρκετά μεγάλο για να τους χωρέσει και τους δυο». 

Το 1976 στο Μόντρεαλ, σε ηλικία 16 χρόνων, πήρε το πρώτο του ολυμπιακό μετάλιο – ένα αργυρό, στην πλατφόρμα. Αλλά έξω απ’ το νερό έπινε, κάπνιζε μαριχουάνα κι ένιωθε σαν να επρόκειτο να πεθάνει από λύπη. Αρκετές φορές το προσπάθησε. «Την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας την έκανα στα 13 μου, στις αρχές της εφηβείας. Την τελευταία, στα 18, τον πρώτο χρόνο του κολεγίου. Ήταν δύσκολα, θλιβερά χρόνια για μένα. Μετά κι από κείνη την τελευταία φορά σκέφτηκα: ‘‘Είμαι ακόμα εδώ. Ίσως πρέπει να σκεφτώ το γιατί, αντί να προσπαθώ τόσο σκληρά να πεθάνω’’. Δεν το ξαναεπιχείρησα». 

Η επόμενη τετραετία του θα ήταν θριαμβευτική: σπουδές στο θέατρο με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, χρυσοί τίτλοι στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του ’78. Και πάλι δεν χαιρόταν. Αγωνιούσε, ζούσε στη σκιά μιας διαρκούς απειλής, τρέμοντας μη γίνει γνωστό το «μεγάλο» μυστικό του: Ήταν ομοφυλόφιλος. «Είχα επίγνωση του ότι ήμουν διαφορετικός από τότε που ήμουν παιδί. Δεν καταλάβαινα ακριβώς πώς και γιατί, δεν είχα, βέβαια, επίγνωση της σεξουαλικότητάς μου. Όμως μέσα μου το ήξερα. Στους γονείς μου άργησα να το ομολογήσω. Θυμάμαι πως στο τέλος του πρώτου χρόνου στη σχολή είχαμε ανεβάσει μια παράσταση. Όταν τελείωσε, ήμασταν όλοι ενθουσιασμένοι, θέλαμε να πάμε με τους φίλους μου να το γιορτάσουμε σε ένα gay dance club. Είπα πως δεν θα πήγαινα, είχε έρθει η μητέρα μου να με δει. ‘‘Φέρ’ την κι αυτή μαζί’’ μου είπαν. Έτσι κι έκανα. Βγήκαμε και περάσαμε υπέροχα, το διασκεδάσαμε. Την άλλη μέρα ήθελε να ξαναπάμε σε κείνο το ‘‘κεφάτο μαγαζί’’, όπου όλοι γελούσαν και χόρευαν. Αλλά δεν με ρώτησε τίποτα, δεν το συζητήσαμε. Κάνα δυο χρόνια αργότερα, μια εποχή που μόλις είχα χωρίσει και μάζευα τα πράγματά μου για να μετακομίσω, ήρθε να με βοηθήσει με τις κούτες. ‘‘Ξέρεις, μητέρα’’ της εξομολογήθηκα ‘‘εγώ και ο Kevin δεν ήμασταν μόνο συγκάτοικοι. Ήμασταν εραστές». 

Κούνησε απλώς το κεφάλι της και μου είπε: ‘‘Το ξέρω, γιε μου. Τι θα φάμε απόψε;’’. Κι έτσι το ζήτημα λύθηκε. Είναι περίεργο – νομίζεις πως αν μιλήσεις ανοιχτά στους γονείς σου για τις επιλογές σου θα γίνει σεισμός και ο κόσμος θα τελειώσει, δεν θα σε δεχτούν ποτέ κ.λπ. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως η μητέρα μου να το ήξερε και πριν από μένα. Με τον πατέρα μου δεν ήταν έτσι. Ακόμα κι όταν αρρώστησε, με καρκίνο, προσπαθούσε να μου κλείσει ραντεβού με τις νοσοκόμες του! Ήταν αστείο. Αλλά υποθέτω πως είχε καλή πρόθεση...». 


Το ίδιο διάστημα στο άθλημά του εγκαινίαζε την αρχή της «εποχής Louganis» - μια εποχή που θα σφράγιζε με ομορφιά, τέχνη, πλαστικότητα, χάρη. Λέγεται πως, αν οι ΗΠΑ δεν είχαν μποϊκοτάρει το ’80 την Ολυμπιάδα της Μόσχας, δεν θα υπήρχε ποτέ αμφιβολία ως προς το ποιος είναι «ο σπουδαιότερος καταδύτης όλων των εποχών». «Θυμάμαι πως με τον πατέρα μου είχαμε προσπαθήσει να δούμε αν θα μπορούσα να πάρω μέρος στους αγώνες, εκπροσωπώντας την Ελλάδα. Δεν ξέρω αν είχε έρθει σε επαφή με τις ελληνικές αρχές ή αν έκανε άλλες ενέργειες – σίγουρα ήταν κάτι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, γιατί ούτε κι εκείνος είχε τότε ελληνικό διαβατήριο. Αν απογοητεύτηκα; Ναι, ήταν μια τεράστια απογοήτευση, αλλά και πάλι υποθέτω πως εγώ ήμουν από τους τυχερούς. Κατάφερα να συνεχίσω, ενώ πολλοί άλλοι, εξαιρετικοί αθλητές απέτυχαν. Και δεν υπήρξε ποτέ άλλη ευκαιρία γι’ αυτούς». 

Το 1982 κέρδισε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, παίρνοντας για πρώτη φορά 10 από τους κριτές. Το ’84 στο Los Angeles –ώριμος αθλητής πια- πήρε δύο χρυσά μετάλλια, σπάζοντας το «φράγμα» των 700 βαθμών. Ήταν κυρίαρχος στα εθνικά, παναμερικανικά και παγκόσμια πρωταθλήματα – ένα σπορ είδωλο που γινόταν λατρεία, μανία, εξώφυλλο στα περιοδικά, αφίσα στα εφηβικά δωμάτια. Κι ύστερα, ξαφνικά, η πτώση. Το Φεβρουάριο του 1988, πριν κατέβει στους Ολυμπιακούς της Σεούλ, θα μάθαινε πως ήταν οροθετικός. «O σύντροφός μου μπήκε ξαφνικά στο νοσοκομείο, άρρωστος με πνευμονία. Υποπτευόμουν πως είχε AIDS. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις, όπως κι εγώ. Πριν βγουν τα αποτελέσματα, σκεφτόμουν πως αν το τεστ ήταν θετικό θα μάζευα τα πράγματά μου –τότε έκανα προπονήσεις στη Φλόριντα–, θα έπαιρνα το αεροπλάνο, θα γύριζα πίσω στο σπίτι μου στην Καλιφόρνια, θα κλειδωνόμουν στο δωμάτιό μου και θα περίμενα να πεθάνω. Το 1988, βλέπεις, το να είσαι φορέας του ΑΙDS ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη. Όμως ο γιατρός μου, που ήταν και ξάδερφός μου, με έπεισε να μείνω και να συνεχίσω να προπονούμαι και ξεκίνησε αμέσως μια επιθετική αγωγή με ΑΖΤ. Αν ένιωθα άρρωστος ή αρκετά υγιής για να συνεχίσω; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να κρίνω. Ήταν απλώς αυτό που είχα εκπαιδευτεί να κάνω – δεν γνώριζα τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό. Έτσι, πήρα τα φάρμακα και συνέχισα κανονικά την προετοιμασία μου». 

Οι καταδύσεις ήταν κάτι σίγουρο, χειροπιαστό, κάτι που μπορούσε να δει – το μέλλον του, όχι. Στους Ολυμπιακούς της Σεούλ, το ’88, όλος ο κόσμος θα έβλεπε «το συμβάν»: την ένατη προσπάθεια του Louganis, στην προκριματική σειρά, στο τραμπολίνο. Το χτύπημα του κεφαλιού του στη σανίδα. Την πτώση. Το νερό να κοκκινίζει. «Η πισίνα ποτέ δεν κοκκίνισε από αίμα – έγινε πολλή συζήτηση γι’ αυτό και νομίζω πως το έκαναν να φανεί πολύ άσχημο. Στην πραγματικότητα, η αιμορραγία δεν ξεκινάει αμέσως. Όχι με ένα τέτοιο τραύμα. Το δύσκολο ήταν μετά για τον Ron (σ.σ. τον τότε προπονητή του Ron O’Brien): Μου κρατούσε το κεφάλι που αιμορραγούσε με γυμνά χέρια, γνωρίζοντας πως ήμουν φορέας του AIDS – τον θυμάμαι να κοιτάει τις παλάμες του με αγωνία, να δει μήπως είχε αμυχές ή κοψίματα. Πώς ένιωθα; Ήμουν τρομοκρατημένος, είχα στ’ αλήθεια παραλύσει από φόβο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Θυμήσου πως ήμουν σε μια χώρα στην οποία δεν θα μου είχαν καν επιτρέψει την είσοδο –πόσο μάλλον να λάβω μέρος στους Αγώνες- αν ήξεραν πως ήμουν φορέας. Ο προπονητής μου μου είπε πως θα μπορούσα να πάω, να μαζέψω τα πράγματά μου και να γυρίσω σπίτι – κανείς δεν θα με κατηγορούσε. Αλλά είχα δουλέψει τόσο σκληρά για να φτάσω ως εκεί και δεν ήθελα να εγκαταλείψω τον αγώνα δίχως μάχη. Αποφάσισα να συνεχίσω σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μάλιστα η επόμενη βουτιά ήταν αυτή που κέρδισε, συνολικά, την υψηλότερη βαθμολογία των Αγώνων». 

Στη Σεούλ, στα 28 του, κέρδισε ακόμα δύο ολυμπιακά μετάλλια και τον τίτλο του «αθλητή της χρονιάς» – ήταν το κύκνειο άσμα του. Αμέσως μετά αποσύρθηκε. Το ’94 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, το Βreaking the Surface (Σπάζοντας την Επιφάνεια), στο οποίο ομολογούσε πως ήταν ομοφυλόφιλος και φορέας του AIDS. Τότε, λέει, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε «πραγματικά ελεύθερος». «Ζώντας με ένα τέτοιο μυστικό είναι σαν να βρίσκεσαι αποκλεισμένος σε ένα νησί. Τα μυστικά μάς απομονώνουν. Το να πω την αλήθεια ήταν τεράστια ανακούφιση. Ήξερα πως ήταν το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνω στο ταξίδι της ζωής μου». 


Tα χρόνια που ακολούθησαν ο Greg Louganis ασχολήθηκε με το θέατρο –χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία–, έκανε ταινίες, ομιλίες για το ΑΙDS, διαλέξεις, περιοδείες, εργάστηκε ως εκπαιδευτής σκύλων. Και συνέχισε να παλεύει με τους δαίμονές του: την κατάθλιψη και τον αλκοολισμό. «Κανείς δεν ξέρει τι έρχεται πρώτα -η λύπη ή η χημική ανισορροπία– και πότε. Δεν τα ξέρεις αυτά τα πράγματα. Αργότερα, με την ψυχοθεραπεία –έκανα πολλά χρόνια θεραπεία με διαλείμματα–, έμαθα πώς να αναγνωρίζω την κλινική κατάθλιψη και να τη ‘‘χειρίζομαι’’ μέχρι να περάσει. Όλα περνάνε».

Ίσως και να ’χει δίκιο. Απόδειξη πως τον περασμένο Νοέμβριο επέστρεψε και στις πισίνες – σε άλλη θέση πια. Εδώ και τρεις μήνες προπονεί αθλητές στο SoCal Divers Club, στην Καλιφόρνια. Και λέει πως, όχι, δεν αισθάνεται πίκρα που η Αμερική δεν του εμπιστεύεται ακόμα τον «αφρό» της. «Όλα τα πράγματα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Όλο αυτό το διάστημα έμεινα μακριά από το άθλημα - προπονούσα σκυλιά, μάθαινα υπομονή, μάθαινα για τη μάθηση και το πώς να διδάσκεις. Χρειαζόμουν αυτό το χρόνο για μένα. Αλλά τώρα που επιστρέφω είναι φανταστικά, νιώθω ώριμος και έτοιμος να προσφέρω. Αν θα άλλαζα κάτι από όσα έχω ζήσει; Δεν ξέρω, δεν σκέφτομαι μ’ αυτό τον τρόπο, το θεωρώ χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Τα πράγματα είναι έτσι γιατί έτσι είναι». 

Το «it is what it is» είναι το μότο του. Πάει καιρός πια που δεν προσπαθεί να εξηγήσει τίποτα. Στα 33 του οργάνωσε ένα τεράστιο πάρτι γενεθλίων, πιστεύοντας πως θα ζούσε αρκετά για να χαρεί άλλο. Στα 51 του είναι ακόμα ζωντανός, ερωτευμένος, ζει με το σύντροφό του στο Μαλιμπού, κάνει κάθε μέρα χορό, yoga, παίρνει τα φάρμακά του, νιώθει υγιής, ελπίζει. Ιt is what it is. «Στη ζωή είναι σημαντικό να βλέπεις τι είναι ουσιώδες και τι όχι. Ξέρεις, τις περισσότερες φορές ανησυχούμε για πράγματα ανούσια. Γιατί να το κάνεις; Απλώς ζήσε. Αλήθεια σου λέω, δεν φοβάμαι το θάνατο. Το μόνο που φοβάμαι είναι να μην αρρωστήσω και γίνω βάρος σε κάποιον. Αυτό φοβάμαι».