Με 1.000% τρέχει η αύξηση των κρουσμάτων του AIDS κτυπώντας τους χρήστες ναρκωτικών
ουσιών στην Αθήνα.


Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2011 τα νέα περιστατικά ξεπέρασαν τα 100 σε σχέση με το 2010, που είχαν καταγραφεί μόλις 14. Η ξεχασμένη μάστιγα του AIDS επιστρέφει στο προσκήνιο δυναμικά, καθώς τα τελευταία στοιχεία της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων μιλούν για «υγειονομική βόμβα», η οποία μέχρι το τέλος του χρόνου θα εκραγεί, αν δεν εξουδετερωθεί με άμεσα μέτρα.
Η έκθεση της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων, που αποτελείται από στελέχη των Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά (ΕΚΤΕΠΝ), ΟΚΑΝΑ, ΚΕΘΕΑ, αναφέρει ότι η αύξηση έχει ξεκινήσει το τελευταίο τρίμηνο του 2010 και εκτινάχτηκε στα ύψη το 2011. Στην πλειονότητά τους τα κρούσματα εντοπίστηκαν στο κέντρο της πρωτεύουσας έπειτα από ελέγχους που έκανε η Μονάδα Αμεσης Βοήθειας και Υποστήριξης (ΜΑΒΥ) για λογαριασμό των προγραμμάτων υποκατάστασης του ΟΚΑΝΑ.
Οι παράγοντες της ξαφνικής αυτής έκρηξης εντοπίζονται στην οικονομική κρίση, στον εμπλουτισμό των στελεχών του ιού του AIDS από στελέχη του εξωτερικού, στις επιχειρήσεις «σκούπα» της αστυνομίας στο ιστορικό κέντρο και -πιθανόν- στο επίδομα που λαμβάνουν οι φορείς του ιού.
Ο Αγγελος Χατζάκης, καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σχολιάζοντας τις αιτίες αναφέρει ότι η αύξηση των κρουσμάτων AIDS έχει παρατηρηθεί κατά 60% στο γενικό πληθυσμό, όπου οι τοξικομανείς δικαιολογούν το 50%: «Από τις εμπειρίες μας, σε άλλες χώρες, η οικονομική κρίση εξαθλιώνει περισσότερο τις ευαίσθητες ομάδες, στις οποίες ανήκουν και οι ναρκομανείς, που αναγκάζονται να χρησιμοποιούν από κοινού μία σύριγγα για τη δόση τους με αποτέλεσμα να μην τηρούνται οι κανόνες υγιεινής. Σε ομάδα των ναρκομανών στην πρωτεύουσα έχουν παρατηρηθεί επίσης στελέχη του HIV/AIDS από Ασία, Αφρική και τέως Σοβιετική Ενωση. Αυτή τη στιγμή προσπαθούμε να περιγράψουμε τα δίκτυα μετάδοσης και ενδεχομένως να βρούμε ακόμη και τις μικρές ομάδες των ανθρώπων απ’ όπου προέρχονται. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να υπάρξει γρήγορα αυξημένη πληροφόρηση και να μοιρασθεί μεγάλος αριθμός από σύριγγες και προφυλακτικά στους τοξικομανείς».
Απ’ τις τοποθετήσεις των μελών της Επιτροπής συνάγεται πως η έλλειψη χρημάτων οδηγεί τους προβληματικούς χρήστες να εκδίδονται για να εξασφαλίσουν χρήματα για τη δόση τους. Εχει παρατηρηθεί ότι εκτός από τη χρήση κοινής σύριγγας δεν λαμβάνονται μέτρα προστασίας στο σεξ (προφυλακτικά)· παράμετρος σημαντική, που ενοχοποιείται ακόμη περισσότερο και από τη σύριγγα για τη μετάδοση του ιού. Σε όλα αυτά προστίθενται η σημαντική αύξηση των μεταναστών και η προτίμησή τους να συγκεντρώνονται στο ιστορικό κέντρο.
Ακόμη, σύμφωνα με βάσιμες υποψίες της Επιτροπής, σημαντικός αριθμός ενδοφλέβιων χρηστών προκειμένου να αυξήσει το εισόδημά του επιδιώκει να μολυνθεί από τον ιό HIV, για να εισπράττει το επίδομα των 1.400 ευρώ το δίμηνο! Επιπλέον, πολλοί χρήστες εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι οι ασθενείς με χρόνιο νόσημα έχουν το δικαίωμα στην κατ’ εξαίρεση ένταξη στα προγράμματα των μονάδων υποκαταστάτων του ΟΚΑΝΑ (σήμερα στην Αθήνα η αναμονή φτάνει τα επτά χρόνια και 4 μήνες) για να γίνονται δεκτοί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η αυξημένη αστυνομική παρουσία και οι τακτικές επιχειρήσεις «καθαρίσματος» του ιστορικού κέντρου θεωρούνται ως άλλη μία αιτία που έπαιξε ρόλο στη διασπορά των ναρκομανών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η προσβασιμότητα των ομάδων βοήθειας (street work). Το πρόβλημα ενισχύεται καθώς τα τρία προγράμματα βοήθειας (ΜΑΒΥ ΟΚΑΝΑ, ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΚΕΘΕΑ, Μη Κυβερνητική Οργάνωση Δρόμοι της Αθήνας) δεν επαρκούν και πρέπει να αυξηθούν για να αντιμετωπισθεί ο μεγάλος αριθμός χρηστών. Επίσης, οι τοξικομανείς και οι οικογένειές τους δεν έχουν τη σωστή ενημέρωση για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τον ιό.
Από το γραφείο σεξουαλικών μεταδιδόμενων νοσημάτων του ΚΕΕΛΠΝΟ ο επιδημιολόγος Γ. Νικολόπουλος μας ενημερώνει ότι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες διατίθενται 30 σύριγγες το χρόνο σε κάθε χρήστη ναρκωτικών ουσιών. Αντίθετα, στην Ελλάδα μοιράζονται ετησίως μόνο τρεις: «Αυτή τη στιγμή συνολικά το χρόνο διανέμονται 70.000 σύριγγες, για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα, ενώ πρέπει να μοιράζονται πάνω από 700.000. Η αύξηση καλπάζει και δεν αφήνει περιθώρια για κουβέντες, αλλά για πράξεις. Στους ασθενείς πρέπει να δοθεί αντιρετροϊκή θεραπεία, να υπάρξει εκστρατεία ενημέρωσης, να μοιραστούν φυλλάδια μεταφρασμένα στις διάφορες γλώσσες των μεταναστών», τονίζει με έμφαση.
Το τελευταίο διάστημα ο υπουργός Υγείας, Α. Λοβέρδος, επανειλημμένως έχει εξαγγείλει ότι από 15 Σεπτεμβρίου θα αρχίσει η ίδρυση μονάδων φαρμακευτικής υποστήριξης του ΟΚΑΝΑ στα νοσοκομεία της χώρας (εκτός των παιδιατρικών), συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών. Ηχηρή μειοψηφία, οι φωνές για το αν και κατά πόσο οι εξαρτημένοι χρήστες είναι ασθενείς, για το αν και κατά πόσο η χορήγηση υποκαταστάτων συνιστά θεραπευτική προσέγγιση. Ο ιός HIV όμως δεν αφήνει περιθώρια σε κανέναν να αμφισβητήσει αν είναι ασθενής ή όχι. Η σκληρή πραγματικότητα δείχνει ότι οι χρήστες πρέπει να φύγουν από τις πιάτσες και να ενταχθούν άμεσα στα θεραπευτικά προγράμματα.
Η πρόεδρος του ΟΚΑΝΑ Μένη Μαλλιώρη σχετικά αναφέρει: «Ολοι εκφράζουν άποψη: επιστήμονες, εργαζόμενοι, πολιτικοί, πολίτες. Και αυτό βέβαια δεν είναι αρνητικό, κάθε άλλο μάλιστα συμβάλλει παραγωγικά σε ένα διάλογο που κρίνεται απαραίτητος σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα. Οταν όμως οι απόψεις για επιστημονικά θέματα καθορίζονται κυρίως από πολιτικές ιδεολογίες, μπορεί να καταστούν από επικίνδυνες έως γραφικές. Αλήθεια, πού προτιμούν τους χρήστες οι “ιδεολόγοι” στην πιάτσα να μολύνονται και να μολύνουν ή να θεραπεύονται από τα λοιμώδη νοσήματα, που συνήθως έχουν, όπως κάθε άλλη κατηγορία πολιτών; Και τι θα κάνουμε τώρα που τα στοιχεία της επίπτωσης του ιού του AIDS στους χρήστες αυξήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2011 κατά 1.000%. Θα περιμένουμε να δούμε πότε και αν οι χρήστες θα πήγαιναν στα αναμφισβήτητα καλύτερα, όσον αφορά τον στόχο της απεξάρτησης, στεγνά προγράμματα, αλλιώς ας μένουν στην πιάτσα με ό,τι αυτό σημαίνει για την ατομική τους και την δημόσια υγεία; Κατά τη γνώμη μου όχι, γιατί έτσι σίγουρα δεν υπηρετούμε το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην υγεία σε αυτή την κατηγορία ασθενών».