Η είδηση έρχεται από το Υπουργείο Υγείας της Μεγάλης Βρετανίας, το οποίο ανακοίνωσε ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα αρθούν αρκετοί από τους περιορισμούς που απαγόρευαν σε ομοφυλόφιλους και αμφιφυλόφιλους άνδρες να δωρίζουν αίμα.
Η σχετική απαγόρευση είχε ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, σαν προφύλαξη στην εξάπλωση του ιού του AIDS.
Μετά όμως από την σύσταση που έκανε η Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια της Δωρεάς Αίματος, Ιστών και Οργάνων (Sabto), άνδρες που δεν έχουν κάνει σεξ με άλλους άνδρες μέσα σε ένα χρόνο, θα έχουν τη δυνατότητα να γίνονται δωρητές αίματος.
Η σύσταση τους έγινε δεκτή από τους Υπουργούς Υγείας της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ουαλίας και θα τεθεί σε ισχύ στις 7 Νοεμβρίου.
Όσοι βέβαια gay άνδρες έχουν κάνει σεξ, με ή χωρίς προφυλάξεις, τους τελευταίους 12 μήνες, θα εξακολουθούν να μη μπορούν να δωρίζουν αίμα σύμφωνα με το βρετανικό Υπουργείο Υγείας.
Σύμφωνα με τα μέλη του Sabto, οι εξελίξεις στο χώρο της υγείας δεν επέτρεπαν πλέον τον μόνιμο αποκλεισμό των ομοφυλόφιλων ανδρών από τη δυνατότητα να μπορούν να δίνουν αίμα.

Οι αλλαγές που θα γίνουν θα είναι στο ίδιο πλαίσιο με άλλες κατηγορίες που απαγορεύεται να δωρίσουν αίμα εντός 12 ενεργών σεξουαλικών μηνών, όπως γυναίκες που έχουν κάνει σεξ με αμφιφυλόφιλους άνδρες, άτομα που έχουν κάνει πληρωμένο σεξ και άτομα που έχουν κάνει σεξ με άτομα που κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Η απαγόρευση συνεχίζει να ισχύει για τα άτομα που έχουν σύφιλη, ηπατίτιδα Β ή C, HTVL, εργάζονταν ή εργάζονται στο κομμάτι του αγοραίου έρωτα ή κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Την ανακοίνωση χαιρέτησαν με ικανοποίηση οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, παρότι θεωρούν πως είναι άδικο να εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση για gay άνδρες που χρησιμοποιούν προφυλάξεις.
Σύμφωνα με τον Πίτερ Τάτσελ, που αγωνίζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, “Παρότι η νέα πολιτική είναι μια σαφής βελτίωση σε σχέση με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, η 12μηνη απαγόρευση για τους gay εξακολουθεί να είναι υπεροβολική και αδικαιολόγητη.
Όσο για εμάς… ίσως είναι ώρα να μάθουμε, αν υπάρχει αντίστοιχη επιτροπή στο ελληνικό Υπουργείο Υγείας που να έχει ασχοληθεί σοβαρά με το συγκεκριμένο θέμα.